στραβοπόδαρος

στραβοπόδαρος
η , ο , στραβοπόδης, α, ικο кривоногий; косолапый

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "στραβοπόδαρος" в других словарях:

  • στραβοπόδαρος, -η, -ο — και στραβοπόδης, α, ικο αυτός που έχει στραβά πόδια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στραβοπόδαρος — η, ο, Ν αυτός που έχει στραβά πόδια, στρεβλά σκέλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < στραβ(ο) * + ποδάρι] …   Dictionary of Greek

  • στραβοκάνης, -α, -ικο — στραβοπόδαρος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σαράπους — ποδος, ὁ, ἡ, Α στραβοπόδαρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < σαίρω «σκουπίζω» + πους (< πούς, ποδός), πρβλ. καμψί πους, πλατύ πους] …   Dictionary of Greek

  • σκαύρος — ο / σκαῡρος, ΝΜ νεοελλ. ζωολ. (σε παλαιότερα συστήματα ταξινόμησης) γένος κολεόπτερων μελανόσωμων εντόμων μσν. (για άλογο) αυτός τού οποίου τα σφυρά προεξέχουν, που έχει τις οπλές προς τα έξω, στρεβλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. scaurus «στραβοπόδαρος»] …   Dictionary of Greek

  • στραβ(ο)- — Ν α συνθετικό πολλών λ. τής Νέας Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίθ. στραβός και δηλώνει είτε επισφαλή όραση είτε ότι το β’ συνθετικό είναι λοξό, στρεβλό ή ότι γίνεται με εσφαλμένο τρόπο. ΣΥΝΘ. (Α συνθετικό) στραβακούω, στραβοβλέπω,… …   Dictionary of Greek

  • στραβό- — πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων με την έννοια του στραβού (όχι ίσιου) και του τυφλού π.χ.: Στραβοπόδαρος, στραβόγερος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»